Συνέχεια από:Tρίτη 1η Ιουλίου 2025
SUMPHILOSOPHEIN ΙΙ
H ζωή στην Ακαδημία του Πλάτωνος.
Του Enrico Berti.
Tα πράγματα όπως φαίνονται
6. Ο ύστερος Πλάτων και ο Φίλιππος από την Όπουντα:
η έμψυχη φύση των άστρων
Αν δεχτούμε, όπως φαίνεται λογικό να κάνουμε, ότι ο Πλάτων είχε θέσει το πρόβλημα της «σωτηρίας των ουράνιων φαινομένων» πριν πεθάνει, μπορεί να έχει νόημα να αναρωτηθούμε ποια ήταν η αντίδρασή του στις διάφορες υποθέσεις που πρότειναν οι συμμετέχοντες στη συζήτηση και να αναζητήσουμε τα ίχνη αυτής της αντίδρασης στους Νόμους, που είναι ο τελευταίος από τους διαλόγους του, αφού σύμφωνα με την πλατωνική παράδοση, ο Πλάτων εμποδίστηκε να τον ολοκληρώσει ακριβώς από τον θάνατό του, και ο διάλογος θα είχε χωριστεί σε 12 βιβλία από τον Φίλιππο από την Όπουντα, ο οποίος θα είχε προσθέσει ένα δέκατο τρίτο βιβλίο, δηλαδή την Επινομίδα⁵⁷.
Πρέπει πάντως να έχουμε υπόψη ότι οι Νόμοι δεν είναι έργο αστρονομίας, αλλά ένας διάλογος που προορίζεται να προτείνει τους νόμους μιας πόλης όχι ιδανικής, όπως εκείνη που περιγράφεται στην Πολιτεία, αλλά πιθανής, της καλύτερης από τις δυνατές πόλεις, δηλαδή είναι ένας διάλογος πολιτικής φιλοσοφίας. Σε αυτό το πλαίσιο ο Πλάτων, θεωρώντας αναγκαίο οι νόμοι να ορίζουν τη λατρεία των θεών και να τιμωρούν την αθεΐα, προτείνει να αποδείξει την ύπαρξη των θεών και, για να το κάνει αυτό, αναφέρεται στην τάξη των ουράνιων κινήσεων, την οποία θεωρεί έργο μιας θεότητας, η οποία όμως πλέον δεν είναι ο Δημιουργός του Τίμαιου, αλλά η Ψυχή του κόσμου, αρχή αυτοκίνητη και διαποτίζουσα το σύμπαν.
Η απόδειξη της ύπαρξης των θεών στους Νόμους ξεκινά από τη διαπίστωση ότι, στο σύμπαν, κάτι κινείται και κάτι είναι ακίνητο. Εκείνο που φαίνεται ακίνητο είναι η Γη, ενώ εκείνο που κινείται ο Πλάτων θεωρεί κατ’ αρχάς ότι είναι «τα πράγματα που παραμένουν ακίνητα στο κέντρο τους [...] κινούνται σε ένα μόνο τόπο, με τον ίδιο τρόπο που περιστρέφεται η περιφέρεια των κύκλων που φαίνονται σταθερά»⁵⁸. Με αυτήν τη διατύπωση, όχι και τόσο σαφή, ο Πλάτων φαίνεται να αναφέρεται σε άστρα που περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, πιθανότατα τις ουράνιες σφαίρες. Στη συνέχεια δηλώνει:
Σε αυτήν την κυκλική κίνηση, μια τέτοια κίνηση θέτει σε κίνηση μαζί τον μεγαλύτερο και τον μικρότερο κύκλο, και αυτή ακριβώς η κίνηση κατανέμεται αναλογικά στους μικρότερους και στους μεγαλύτερους κύκλους, αναλογικά προς το μέγεθός τους, μικρό ή μεγάλο. Και από αυτήν προήλθε η πηγή όλων εκείνων των θαυμαστών (thaumastón) φαινομένων που παρατηρούνται επάνω και κάτω· αυτή η κίνηση προσφέρει ταχύτητες είτε πιο αργές είτε πιο γρήγορες, αναλογικά με τους κύκλους μεγάλους ή μικρούς, με τέτοιο τρόπο που, όσο κι αν θα το περίμενε κανείς, θα φαινόταν αδύνατο να αποτελεί πάθος των εν λόγω κύκλων⁵⁹.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κύκλοι που αναφέρονται εδώ είναι ομόκεντροι, διαφορετικών μεγεθών, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους με κινήσεις πιο γρήγορες ή πιο αργές, με ταχύτητες ανάλογες προς το μέγεθός τους.
Μπορεί να δει κανείς σε αυτά τα λόγια έναν υπαινιγμό στη θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών του Ευδόξου; Ίσως ναι. Και η αναλογία μεταξύ των διαφορετικών ταχυτήτων θα μπορούσε να αναφέρεται στον Εύδοξο, συγγραφέα, όπως είναι γνωστό, της θεωρίας των αναλογιών. Ακόμη και ο υπαινιγμός στον «θαυμαστό» χαρακτήρα των φαινομένων που αυτή η θεωρία εξηγεί, θα μπορούσε να αναφέρεται στο γνωστό πρόβλημα της «σωτηρίας των φαινομένων» των ουράνιων κινήσεων, που θεωρούνταν πράγματι θαυμαστά φαινόμενα. Αλλά το ενδιαφέρον του Πλάτωνα δεν στρέφεται στη δομή ενός τέτοιου ουράνιου συστήματος, αλλά στις αιτίες των κινήσεων των σφαιρών, αιτίες που στη συνέχεια του διαλόγου αυτός ταυτίζει με την ψυχή, ή με πολλές ψυχές.
Αργότερα, πάντα στους Νόμους, αφού δηλώνει ότι «η ψυχή κινεί σε κύκλο» τον Ήλιο, τη Σελήνη και τ’ άλλα άστρα, ο Πλάτων αναρωτιέται πώς αυτή τα κινεί και εστιάζει την προσοχή του, ως παράδειγμα, στην κίνηση του Ήλιου, δηλώνοντας ότι η ψυχή μπορεί να κινεί τον Ήλιο με έναν από τους εξής τρεις τρόπους:
[1] Ή τον τοποθετεί μέσα στο στρογγυλό και ορατό σώμα του Ήλιου και τον μεταφέρει διαμέσου των ίδιων χώρων όπου η ψυχή βρίσκεται ή όπου αυτή δεν βρίσκεται·
[2] ή, προσαρτώντας κάποιο άλλο εξωτερικό προς τον Ήλιο σώμα φωτιάς ή αέρα, μέσω του οποίου σύρει τον Ήλιο, σαν μέσω μέσου (ἡγούμενον λόγος ἐστὶ τινός), μαζί με το σώμα·
[3] ή, τέλος, χωρίς τίποτε παρόμοιο προς το σώμα, τον κινεί και τον κατευθύνει, όντας η ίδια, μέσω μιας ασύλληπτα θαυμαστής δύναμης (dunameis allas tinas hyperballousas thaumata)⁶⁰.
Στη συνέχεια, ο Πλάτων δεν επιλέγει ανάμεσα σε αυτές τις τρεις πιθανότητες, αλλά καταλήγει στο ότι, όποια κι αν είναι από αυτές η πιο αποδεκτή υπόθεση, σε κάθε περίπτωση πρέπει να παραδεχτούμε ότι «όλα τα πράγματα είναι γεμάτα θεούς». Εμένα μου φαίνεται ότι η υπόθεση που ευθυγραμμίζεται περισσότερο με ολόκληρη τη διδασκαλία του διαλόγου είναι η πρώτη, δηλαδή εκείνη που παραδέχεται μια ψυχή εμμενή στον Ήλιο, ενώ η δεύτερη υπαινίσσεται μια ψυχή εξωτερική προς τον Ήλιο, η οποία τον κινεί μέσω ενός σώματος από φωτιά ή αέρα. Αυτή θα μπορούσε να είναι η υπόθεση που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στον διάλογο Περί φιλοσοφίας, γραμμένο πριν τον θάνατο του Πλάτωνα και άρα πριν από τους Νόμους, όπου ήδη υπερασπιζόταν τη θέση —που επαναλήφθηκε κατόπιν στα Περί ουρανού, στη Φυσική και στα Μεταφυσικά— σύμφωνα με την οποία οι πλανήτες, συμπεριλαμβανομένου του Ήλιου, θα μεταφέρονταν από σφαίρες αιθέρα (που ονόμαζε «σώμα φωτός ή αέρα»), κι όχι από μια εξωτερική προς τα άστρα ψυχή, ούτε από ακίνητους κινητήρες⁶¹.
Οι «κάποιοι» που αναφέρει ο Πλάτων εδώ, θα μπορούσαν λοιπόν να είναι ο Αριστοτέλης. Στην εξήγηση αυτή θα μπορούσε να αντιστοιχεί μόνο η διευκρίνιση ότι η ψυχή κινεί τον Ήλιο «με δύναμη» (biāi), ενώ για τον Αριστοτέλη η κυκλική κίνηση του αιθέρα είναι απολύτως σύμφωνη με τη φύση του. Η θέση του Αριστοτέλη θα μπορούσε τότε να παραπέμπει, σύμφωνα με τη σκέψη κάποιων, στην τρίτη υπόθεση, εκείνη για την οποία η ψυχή, αν και άυλη, δηλαδή κινητήρας ακίνητος, θα μπορούσε —καθώς είναι γνωστό— επειδή είναι καθαρή νόηση, να κινεί τον ουρανό μέσω «ορισμένων άλλων δυνάμεων» (dynameis, «δυνάμεις») που είναι «εξαιρετικές»⁶². Στα Μεταφυσικά μάλιστα, ο Αριστοτέλης θα δηλώσει ότι ο ακίνητος κινητήρας, για να μπορέσει να κινεί τον ουρανό για άπειρο χρόνο, δηλαδή αιώνια, πρέπει να διαθέτει μια «άπειρη δύναμη» (dynamin apeiron)⁶³.
Υπάρχει ίσως στον Πλάτωνα κάποια υπαινιγμός και στην υπόθεση του Ηρακλείδη του Ποντικού, σύμφωνα με την οποία η Γη περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της; Έχουμε ήδη δει ότι ο Αριστοτέλης ερμήνευε ως ισοδύναμο της κίνησης τη λέξη kineisthai, δηλαδή «να κινείται», και το ρήμα illesthai (ἵλλεσθαι), που χρησιμοποιεί ο Πλάτων στον Τίμαιο για να δηλώσει τη σχέση της Γης με τον άξονά της⁶⁴, σχέση την οποία ο Πρόκλος ερμήνευσε εκ νέου, συνεκτικά με τον εσωτερικό διάλογο, ως «να είναι περιελιγμένη», «να είναι εξαναγκασμένη». Ο Τίμαιος πάντως πρέπει να γράφτηκε νωρίτερα από το έργο του Ηρακλείδη, επομένως θα ήταν μάλλον αυτός ο τελευταίος που ενδεχομένως ερμήνευσε τον πλατωνικό διάλογο ως υπαινιγμό για την κίνηση της Γης.
Ένας υπαινιγμός για την κίνηση της Γης, και άρα για την υπόθεση του Ηρακλείδη, θα μπορούσε επίσης να εντοπιστεί σε ένα απόσπασμα των Νόμων, όπου ο Πλάτων δηλώνει:
«Γιατί πράγματι, αγαπητοί μου, δεν είναι σωστή αυτή η δοξασία, δηλαδή ότι η Σελήνη, ο Ήλιος και τα άλλα άστρα γυρίζουν προς τα πίσω, αλλά το αντίθετο — ο καθένας τους διατρέχει πράγματι την ίδια οδό, όχι πολλές, αλλά μία και ίδια πάντοτε κυκλικά, και φαίνεται να κινείται μέσα από πολλές (phainetai de pollas pheromenon) — και επίσης δεν είναι σωστό να νομίζεται ότι αυτός που φαίνεται να είναι ο πιο γρήγορος είναι ο πιο αργός, και το αντίθετο να νομίζεται για τον πιο αργό»⁶⁵.
Ο υπαινιγμός για την περιστροφή της Γης ως πραγματική εξήγηση των φαινομενικά πιο εμφανών κινήσεων των άστρων περιέχεται στη διατύπωση ότι καθένα από αυτά «φαίνεται να κινείται». Όμως, όπως προκύπτει σαφώς από το συμφραζόμενο, η θέση του αποσπάσματος είναι ότι τα άστρα δεν κινούνται με πολλούς τρόπους, δεν είναι δηλαδή κυριολεκτικά «πλανήτες», αλλά απλώς «φαίνονται» να κινούνται με διάφορους τρόπους, ενώ στην πραγματικότητα κινούνται το καθένα με μία μόνο κυκλική κίνηση, πιθανότατα εκείνη της δικής του σφαίρας, η οποία —αν γίνει δεκτή η υπόθεση του Ευδόξου— είναι το αποτέλεσμα πολλών κινήσεων, δηλαδή των κινήσεων των σφαιρών που σχηματίζουν το δικό του σύστημα. Αυτό που ο Πλάτων θέλει να καθιερώσει είναι πράγματι ότι στον ουρανό υπάρχει μία τάξη, μία τέλεια γεωμετρική τάξη, βάσει της οποίας κάθε ουράνιο σώμα κινείται κυκλικά, είτε αυτή η κυκλική κίνηση είναι απλή είτε είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού άλλων κινήσεων, επίσης κυκλικών.
Υπάρχει τέλος μία μαρτυρία του Πλουτάρχου, άρα όψιμη, η οποία όμως παραθέτει μία δήλωση του Θεόφραστου (4ος αιώνας π.Χ., δηλαδή χρονολογικά κοντά στον Πλάτωνα), ο οποίος ίσως είχε παραμείνει στην ίδια την Ακαδημία μέχρι τον θάνατο του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία:
Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι ο Πλάτων, όταν πλέον ήταν ηλικιωμένος, έφτασε στο σημείο να αλλάξει άποψη, δηλαδή να παραδεχτεί ότι η θέση στο κέντρο του σύμπαντος, που προηγουμένως είχε αποδώσει στη Γη, δεν της ανήκε [...] Επιπλέον, λέει ο Θεόφραστος, ο γέροντας Πλάτων, αναφερόμενος στο σύμπαν, έλεγε ότι τον πιο ευγενή τόπο δεν τον κατείχε ούτε η Γη ούτε ο Ήλιος, αλλά αυτός έπρεπε να ανήκει σε κάποιο άλλο, πιο σεμνό σώμα⁶⁶.
Η θέση που φέρεται να είχε ασπαστεί ο Πλάτων στα γηρατειά του, όπως προκύπτει από το πλαίσιο του Πλουτάρχου, είναι εκείνη του πυθαγορείου Φιλολάου, σύμφωνα με την οποία στο κέντρο του σύμπαντος βρίσκεται μια κεντρική φωτιά, ευγενέστερη από τη Γη, ενώ η τελευταία κατέχει τη δεύτερη θέση, περιστρεφόμενη γύρω από αυτήν τη φωτιά.
Επειδή σε κανέναν διάλογο του Πλάτωνα δεν προκύπτει ότι είχε προσχωρήσει σε αυτήν την άποψη, κάποιοι μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι ο Θεόφραστος θα μπορούσε να έχει παρερμηνεύσει τη σκέψη του Πλάτωνα ή ότι ο Πλούταρχος παρερμήνευσε τον Θεόφραστο, ή ακόμη ότι ο Πλάτων απλώς ταύτισε τη κεντρική φωτιά των Πυθαγορείων με κάποια φωτιά τοποθετημένη στο εσωτερικό της Γης, ή, τέλος, ότι αυτή ήταν άποψη του Φίλιππου από την Όπουντα, ο οποίος την απέδωσε στον Πλάτωνα μετά τον θάνατό του για να της προσδώσει μεγαλύτερη αυθεντία⁶⁷.
Φυσικά, όλα είναι πιθανά και τίποτε δεν είναι βέβαιο, αλλά δεν αποκλείεται ο Πλάτων, πλησιάζοντας στα τελευταία χρόνια της ζωής του και πλησιάζοντας τον πυθαγορισμό, να άλλαξε πραγματικά άποψη, εγκαταλείποντας τη γεωκεντρική θεωρία που διατυπώνεται στους διαλόγους του και υιοθετώντας τη θέση μιας κεντρικής φωτιάς. Από αυτήν τη διαφορά, όπως είδαμε, προκύπτει η υπόθεση μιας περιστροφής της Γης, η οποία είναι η θεωρία που προώθησε ο Ηρακλείδης ο Ποντικός. Σε αυτήν την περίπτωση, θα βρίσκαμε στον Πλάτωνα τα ίχνη όλων των υποθέσεων που διατυπώθηκαν στην αρχαία συζήτηση για τη «σωτηρία των φαινομένων»: εκείνη του Ευδόξου, εκείνη του Αριστοτέλη και εκείνη του Ηρακλείδη.
Ας δούμε τώρα και τον Φίλιππο από την Όπουντα, «γραμματέα (anagrapheus) του Πλάτωνα», εκδότη των Νόμων και πιθανότατα συγγραφέα της Επινομίδας, ο οποίος ίσως σε κάποιον βαθμό συνέλαβε και το αποτύπωμα της συζήτησης. Για τον Φίλιππο, κατ’ αρχάς, είναι αμφιλεγόμενη η πόλη καταγωγής. Ο Διογένης Λαέρτιος τον παρουσιάζει ως καταγόμενο από την Όπουντα, πόλη της ανατολικής Λοκρίδας απέναντι από το νησί της Εύβοιας⁶⁸, ενώ ο Πρόκλος και ο Στέφανος Βυζάντιος τον παρουσιάζουν ως καταγόμενο από τα Μέδμα, πόλη της Μεγάλης Ελλάδας, δηλαδή της νότιας Ιταλίας, που ιδρύθηκε από Λοκρούς αποίκους (σημερινό Ροσάνο)⁶⁹. Είναι πιθανό ότι η αληθινή του πατρίδα να ήταν αυτή η δεύτερη, κάτι που θα του επέτρεπε να έχει επαφή με τους Πυθαγόρειους της Ιταλίας, από τους οποίους φαίνεται να επηρεάστηκε βαθιά, προτού μεταβεί στην Αθήνα, όπου παρακολούθησε τη σχολή του Πλάτωνα και συνεργάστηκε μαζί του, πριν επιστρέψει στην Όπουντα για το τέλος της ζωής του⁷⁰.
Αν δεχτούμε, όπως πλέον θεωρείται γενικά από τους μελετητές, ότι ο Φίλιππος είναι ο συγγραφέας της Επινομίδας, διαλόγου που –όπως δηλώνει και ο τίτλος του– θα έπρεπε να είναι ένα είδος παραρτήματος στους Νόμους του Πλάτωνα, των οποίων παρουσιάζεται όντως ως συνέχεια, με τους ίδιους χαρακτήρες, μπορούμε να δούμε αν σε αυτόν τον διάλογο υπάρχουν ίχνη της συζήτησης για τις κινήσεις των άστρων που διεξαγόταν στη σχολή του Πλάτωνα. Σύμφωνα με τον Φίλιππο, τα άστρα είναι όντα έμψυχα, προικισμένα με σώμα και ψυχή· το σώμα τους αποτελείται κυρίως από φωτιά, αν και ο Φίλιππος αναφέρει, πέρα από τα τέσσερα παραδοσιακά στοιχεία (νερό, αέρας, γη και φωτιά), και τον αιθέρα — προφανώς υπό την επιρροή του διαλόγου Περί φιλοσοφίας του Αριστοτέλη· η ψυχή τους είναι η πιο ευτυχισμένη και τέλεια· επομένως τα άστρα είναι θεϊκά, και κατά συνέπεια η αστρονομία, που είναι μια μαθηματική επιστήμη, είναι η ανώτερη απ’ όλες τις επιστήμες, δηλαδή η αληθινή σοφία (που ονομάζεται πότε phronēsis και πότε sophia).
Οι άνθρωποι – γράφει ο Φίλιππος – «έπρεπε να θεωρούν ως απόδειξη της νοημοσύνης που έχει η ψυχή και εξουσιάζει τις περιστροφές τους, το γεγονός ότι κινούνται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ότι επαναλαμβάνουν, επί ένα θαυμαστά μακρό χρονικό διάστημα, αυτό που είχαν ορίσει ab antiquo, χωρίς να αποτυγχάνουν ούτε στο παραμικρό, ούτε να ενεργούν κατά τύχη, συμπεριφερόμενοι τη μία έτσι και την άλλη αλλιώς, απομακρυνόμενοι από τις τροχιές τους και αλλοιώνοντας την ομαλή τους τροχιά»⁷¹.
Εδώ ο Φίλιππος δείχνει να θεωρεί λυμένο το πρόβλημα της φαινομενικά ακανόνιστης κίνησης των πλανητών, μέσω της μείωσής της σε μία τέλεια κυκλική κίνηση, συνεπώς αναγνωρίζει σιωπηλά τη θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών του Ευδόξου. Δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει η καθαρά μαθηματική πλευρά αυτής της θεωρίας, αλλά μόνο να δείξει ότι οι πλανήτες κινούνται από μια θεϊκή δύναμη, που είναι η ψυχή τους.
Πιο κάτω δηλώνει:
«Ξέρετε ότι από τις υπάρχουσες δυνάμεις σε όλο τον ουρανό δεν τις γνωρίζω όλες· τις είδα εν μέρει προσωπικά, και δεν προσπάθησα να κάνω μια μεγάλη ανακάλυψη: κάποιος άλλος θα μπορούσε ευκολότερα να την κάνει· από αυτές, είναι οι εξής: μία είναι εκείνη του Ήλιου, μία της Σελήνης, μία εκείνη των άστρων στο σύνολό τους· είναι εκείνες που αναφέραμε παραπάνω. Απομένουν ακόμη πέντε»⁷².
Πέρα από τον Ήλιο, τη Σελήνη και τον ουρανό των απλανών αστέρων, ο Φίλιππος αναφέρει έπειτα τον πλανήτη Αφροδίτη, τον πλανήτη Ερμή , τον πλανήτη Δία , τον πλανήτη Άρη και υπαινίσσεται τον Κρόνο ως τον πιο μακρινό. Καθένα από αυτά τα σώματα είναι μια θεότητα που κινεί τον εαυτό της κυκλικά. Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμία αναφορά στην εξήγηση που δίνει ο Εύδοξος για την κίνηση καθενός από αυτούς τους πλανήτες, δηλαδή στη θεωρία των ομοκέντρων σφαιρών. Υπάρχει μόνο μία αναφορά, αρκετά αινιγματική, που θα μπορούσε να παραπέμπει στην κίνηση της Γης, δηλαδή στην υπόθεση του Ηρακλείδη, όπου ο Φίλιππος, μιλώντας για τον ουρανό των απλανών αστέρων, γράφει:
«Πρέπει τέλος να μιλήσουμε για έναν όγδοο θεό, ο οποίος θα μπορούσε να είναι το ίδιο το σύμπαν· αυτός έχει μια κίνηση αντίθετη προς εκείνη όλων των άλλων αστέρων και τους παρασύρει, τουλάχιστον όπως φαίνεται (hōs g’ [...] phainoit’ an) στους ανθρώπους που λίγο γνωρίζουν τέτοια ζητήματα (oliga toutōn eidosin). Αλλά αυτό που δεν ξέρουμε, πρέπει να το πούμε και το λέμε: έτσι αποκαλύπτεται το αληθινό γνώρισμα κάθε ανθρώπου που έχει έστω και έναν μικρό μερίδιο ορθής και θείας νοημοσύνης»⁷³.
Το γεγονός ότι η κίνηση του ουρανού των απλανών παρουσιάζεται εδώ ως αυτό που φαίνεται στους ανθρώπους που «λίγα γνωρίζουν από τέτοια ζητήματα», θα μπορούσε να σημαίνει, κατά τον Φίλιππο, ότι πρόκειται για μία μόνο φαινομενική κίνηση, ενώ στην πραγματικότητα το φαινόμενο αυτό της κίνησης του όλου ουρανού θα προκαλούνταν από την περιστροφή της Γης γύρω από τον εαυτό της, όπως υποστήριζε ο Ηρακλείδης ο Ποντικός. Αλλά αν πρόκειται για αυτή την άποψη, φαίνεται ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν την αποδέχεται πλήρως, παραμένοντας ίσως μεταξύ της άποψης του Ευδόξου και εκείνης του Ηρακλείδη.
Φαίνεται ότι ο Φίλιππος από την Όπουντα διακρίθηκε και για άλλες επιστημονικές, μαθηματικές και αστρονομικές θεωρίες κατά την αρχαιότητα. Ο Πρόκλος αναφέρει πράγματι ότι αυτός, αφού εισήχθη από τον Πλάτωνα στα μαθηματικά, διεξήγαγε δικές του έρευνες και διατύπωσε με δικό του τρόπο τα προβλήματα που θεωρούσε ότι συνέβαλλαν στην ολοκλήρωση της φιλοσοφίας του. Ο Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα παραθέτει μια εξήγηση που έδωσε ο Φίλιππος για το φαινόμενο του ουράνιου τόξου, και άλλοι αναφέρουν τον υπολογισμό που έκανε για τις ημέρες του έτους, καθορίζοντας ότι είναι 365 και πέντε δέκατα ένατου⁷⁴.
Δεν ήταν λοιπόν ένας ερασιτέχνης στην αστρονομία, παρόλο που η συμβολή του στη θεωρητική συζήτηση για τις κινήσεις των πλανητών δεν είναι πλέον ανιχνεύσιμη. Η θεωρία του για την εμψύχωση και τη θεϊκότητα των άστρων, ωστόσο, θα έπρεπε να άνοιξε τον δρόμο προς εκείνο που οι νεότεροι θα θεωρούσαν εκφυλισμό της αστρονομίας, δηλαδή την αστρολογία — τη μελέτη των υποτιθέμενων επιρροών που ασκούν τα άστρα στις ανθρώπινες υποθέσεις. Αυτή η τάση θα αναπτυχθεί κυρίως από τον μεγάλο Πτολεμαίο, όχι στο επιστημονικό του έργο, το Αλμαγέστο, αλλά σε ένα άλλο έργο του, με τίτλο Τετράβιβλος.
Τέλος Κεφαλαίου
Συνεχίζεται με το Κεφάλαιο ΙΙΙ, Η αληθινή πραγματικότητα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου